ατελώνιστος

ατελώνιστος
-η, -ο (AM ἀτελώνητος, -ον)
αυτός που δεν έχει υποβληθεί σε τελωνειακό δασμό, αφορολόγητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατελώνητος < αρχ. τελωνώ (-έω) («εισπράττω τους δημόσιους φόρους») < τελώνης
ο τ. ατελώνιστος < νεοελλ. τελωνίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ατελώνιστος — η, ο επίρρ. α αυτός για τον οποίο δεν πληρώθηκε (ή δεν πρέπει να πληρωθεί) τελωνειακός δασμός: Το εμπόρευμα ήταν ακόμη ατελώνιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδασμολόγητος — η, ο [δασμολογώ] αυτός που δεν δασμολογήθηκε ή δεν υπόκειται σε δασμούς, ο αφορολόγητος, ο ατελώνιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”